Καρκινοεμβρϋικό αντιγόνο (CEA)

Το καρκινοεμβρϋικό αντιγόνο (Carcinoembryonic Antigen - CEA) είναι μία γλυκοπρωτεΐνη μοριακού βάρους 180-200 kD που παράγεται συνήθως κατά τη διάρκεια της εμβρυϊκής ανάπτυξης οπότε και η παραγωγή του σταματάει πριν την γέννηση και ανήκει στην «ομάδα» των νεοπλασματικών (καρκινικών) δεικτών, δηλαδή όλες εκείνες τις ουσίες οι οποίες θα μπορούσαν να δώσουν μία ένδειξη παρουσίας ή ανάπτυξης κάποιας νεοπλασίας (κακοήθειας) και με τον προσδιορισμό τους μπορούμε να διαγνώσουμε συγκεκριμένους τύπους νεοπλασιών και συγχρόνως να παρακολουθήσουμε τις ειδικές συμπεριφορές του νεοπλασματικού κυττάρου.

Καρκινοεμβρϋικό αντιγόνοΚαρκινοεμβρϋικό αντιγόνο

Υψηλά επίπεδα του CEA παρατηρούνται σε ασθενείς που πάσχουν από κακοήθεις όγκους, συνήθως του γαστρεντερικού σωλήνα (καρκίνο του παχέος εντέρου κυρίως αλλά και λεπτού εντέρου και του στομάχου) και με συγκεντρώσεις στον ορό που εξαρτώνται από το στάδιο και τη διαφοροποίηση των κυττάρων της νεοπλασίας. Αυξημένα επίπεδα του CEA συναντώνται επίσης και σε ασθενείς που πάσχουν από καρκίνο του ήπατος (ειδικά στις ηπατικές μεταστάσεις συναντούμε συνήθως τα πιο υψηλά επίπεδα του CEA), του παγκρέατος, των πνευμόνων (κυρίως στο αδενοκαρκίνωμα του πνεύμονα), της κεφαλής και του τραχήλου, του ουροποιητικού συστήματος, του μαστού, του θυρεοειδούς, των ωοθηκών {σε συνεκτίμηση με το καρκινικό αντιγόνο 125 (CA 125)} αλλά και του δέρματος.

Τα υψηλά επίπεδα του CEA που βρίσκονται πριν από την ολική εκτομή του καρκινώματος, ιδιαίτερα του γαστρεντερικού, αποκαθίστανται συνήθως μετά από ένα μήνα και ο τακτικός προσδιορισμός του CEA (κάθε 3 μήνες για τα πρώτα 2 χρόνια) μπορεί να αποβεί χρήσιμος, για τον έλεγχο της προόδου της θεραπευτικής αγωγής που ακολουθείται και πιθανής υποτροπής της νόσου. Επισημαίνεται ότι τα αυξημένα προεγχειρητικά επίπεδα του καρκινοεμβρϋικού αντιγόνου (CEA) αποτελούν ένα ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα πτωχής ανταπόκρισης στην θεραπεία.

Ψευδώς θετικά αποτελέσματα παρατηρούνται σε διάφορα μη νεοπλασματικά νοσήματα, όπως φλεγμονώδη νοσήματα του γαστρεντερικού συστήματος (παγκρεατίτιδες, ελκώδη κολίτιδα, γαστρίτιδες, εκκολπωματίτιδες, ενεργό πεπτικό έλκος), φλεγμονώδεις καταστάσεις του αναπνευστικού (βρογχίτιδες, πνευμονία, εμφύσημα), όπως επίσης σε ηπατικά νοσήματα (χρόνια ενεργό ηπατίτιδα, κίρρωση, αποφρακτικός ίκτερος), στην ινώδη κυστική μαστοπάθεια, στην χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και στους καπνιστές.

Φυσιολογικές τιμές:

  • Μη καπνιστές: <3 ng/mL (<3 mcg/L)
  • Καπνιστές: <5 ng/mL (<5 mcg/L)

Το καρκινοεμβρϋικό αντιγόνο μπορεί να αυξηθεί σε:

  • Οξεία παγκρεατίτιδα.
  • Οξεία νεφρική ανεπάρκεια.
  • Βακτηριακή πνευμονία.
  • Καρκίνο του μαστού.
  • Χολoκυστίτιδα.
  • Χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια.
  • Κίρρωση.
  • Καρκίνο του παχέος εντέρου.
  • Νόσο του Crohn.
  • Εκκολπωματίτιδα.
  • Υποθυρεοειδισμό.
  • Λευχαιμία.
  • Καρκίνο του πνεύμονα
  • Νευροβλάστωμα.
  • Καρκίνο ωοθηκών.
  • Καρκίνο παγκρέατος.
  • Πεπτικό έλκος.
  • Πνευμονικό εμφύσημα.
  • Μετά από ακτινοθεραπεία
  • Κάπνισμα
  • Ελκώδη κολίτιδα.

Παράγοντες που συμβάλλουν σε μη φυσιολογικές τιμές της ινσουλίνης ορού κατά τον έλεγχο:

  • Το κάπνισμα μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα του καρκινοεμβρϋικού αντιγόνου (CEA).
  • Φάρμακα που μπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα του CEA: αντινεοπλασματικοί παράγοντες, ηπατοτοξικά φάρμακα.

 

* Οι νεοπλασματικοί δείκτες δεν είναι εξετάσεις ρουτίνας ούτε μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν προληπτικές (screening test) εξετάσεις ανίχνευσης κακοηθειών λόγω της χαμηλής ευαισθησίας και ειδικότητας και η χρήση τους περιορίζεται μόνο στην παρακολούθηση της πορείας της νεοπλασματικής πάθησης ή των αποτελεσμάτων της αντινεοπλασματικής θεραπείας.

Τα αποτελέσματα της εξέτασης θα πρέπει πάντα να αξιολογούνται μετά από συνεκτίμηση της κλινικής εικόνας, μόνο από τον θεράποντα ιατρό.

Πηγή:

  • Λ. Κυρίου ‐ Μάλλη -Μ. Μ. Βασλαματζής - Δείκτες ορού επί κακοήθων συμπαγών νεοπλασμάτων.
  • Denise D. Wilson - McGraw-Hill’s - Manual of Laboratory and Diagnostic Tests - Carcinoembryonic Antigen (CEA).

Σχετικά άρθρα